Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναρροχθέω
ἀναρρυθμίζω
ἀνάρρυμα
ἀνάρρυσις
ἀναρρύω
ἀναρρώννυμι
ἀναρρώομαι
ἀνάρρωσις
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτησις
ἀνάρτιος
ἀνάρτυτος
ἀνάρυσις
ἀναρύτω
ἀναρύω
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
View word page
ἀναρτέομαι
to be ready, prepared

ShortDef

to be ready, prepared

Debugging

Headword:
ἀναρτέομαι
Headword (normalized):
ἀναρτέομαι
Headword (normalized/stripped):
αναρτεομαι
IDX:
6457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6458
Key:

Data

{'content': 'to be ready, prepared'}