Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλίνεδρος
παλινεκχυμενίτας
παλινέμπορος
παλίνζῳος
παλινηνεμία
παλινίδρυσις
παλινλιθηγία
παλίννοστος
παλινοδέομαι
παλινοδία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
παλινοστέω
παλινόστιμος
παλίνουρος
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
View word page
παλίννοστος
returning

ShortDef

returning

Debugging

Headword:
παλίννοστος
Headword (normalized):
παλίννοστος
Headword (normalized/stripped):
παλιννοστος
IDX:
64578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64579
Key:

Data

{'content': 'returning'}