Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίνδικος
παλινδίνητος
παλινδινία
παλινδίωξις
παλινδορία
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλίνεδρος
παλινεκχυμενίτας
παλινέμπορος
παλίνζῳος
παλινηνεμία
παλινίδρυσις
παλινλιθηγία
παλίννοστος
παλινοδέομαι
παλινοδία
παλινόρμενος
παλίνορσος
View word page
παλινεκχυμενίτας
one who squanders again

ShortDef

one who squanders again

Debugging

Headword:
παλινεκχυμενίτας
Headword (normalized):
παλινεκχυμενίτας
Headword (normalized/stripped):
παλινεκχυμενιτας
IDX:
64572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64573
Key:

Data

{'content': 'one who squanders again'}