Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλινδαής
παλινδικέω
παλινδικία
παλίνδικος
παλινδίνητος
παλινδινία
παλινδίωξις
παλινδορία
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλίνεδρος
παλινεκχυμενίτας
παλινέμπορος
παλίνζῳος
παλινηνεμία
παλινίδρυσις
παλινλιθηγία
παλίννοστος
παλινοδέομαι
View word page
παλινδρομικός
recurring
ShortDef
recurring
Debugging
Headword:
παλινδρομικός
Headword (normalized):
παλινδρομικός
Headword (normalized/stripped):
παλινδρομικος
IDX:
64569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64570
Key:
Data
{'content': 'recurring'}