Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναρρόφησις
ἀναρροχθέω
ἀναρρυθμίζω
ἀνάρρυμα
ἀνάρρυσις
ἀναρρύω
ἀναρρώννυμι
ἀναρρώομαι
ἀνάρρωσις
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτησις
ἀνάρτιος
ἀνάρτυτος
ἀνάρυσις
ἀναρύτω
ἀναρύω
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
View word page
ἀναρτάω
to hang to

ShortDef

to hang to

Debugging

Headword:
ἀναρτάω
Headword (normalized):
ἀναρτάω
Headword (normalized/stripped):
αναρταω
IDX:
6456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6457
Key:

Data

{'content': 'to hang to'}