Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδαής
παλινδικέω
παλινδικία
παλίνδικος
παλινδίνητος
παλινδινία
παλινδίωξις
παλινδορία
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλίνεδρος
παλινεκχυμενίτας
παλινέμπορος
παλίνζῳος
παλινηνεμία
παλινίδρυσις
παλινλιθηγία
View word page
παλινδρομέω
to run back again

ShortDef

to run back again

Debugging

Headword:
παλινδρομέω
Headword (normalized):
παλινδρομέω
Headword (normalized/stripped):
παλινδρομεω
IDX:
64567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64568
Key:

Data

{'content': 'to run back again'}