Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλινάγγελος
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδαής
παλινδικέω
παλινδικία
παλίνδικος
παλινδίνητος
παλινδινία
παλινδίωξις
παλινδορία
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλίνεδρος
παλινεκχυμενίτας
παλινέμπορος
παλίνζῳος
View word page
παλινδινία
eddying

ShortDef

eddying

Debugging

Headword:
παλινδινία
Headword (normalized):
παλινδινία
Headword (normalized/stripped):
παλινδινια
IDX:
64564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64565
Key:

Data

{'content': 'eddying'}