Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλιμφυής
παλίμψηκτρον
παλίμψηστος
πάλιν
παλινάγγελος
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδαής
παλινδικέω
παλινδικία
παλίνδικος
παλινδίνητος
παλινδινία
παλινδίωξις
παλινδορία
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
View word page
παλινδικέω
go to law again, bring a fresh action
ShortDef
go to law again, bring a fresh action
Debugging
Headword:
παλινδικέω
Headword (normalized):
παλινδικέω
Headword (normalized/stripped):
παλινδικεω
IDX:
64560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64561
Key:
Data
{'content': 'go to law again, bring a fresh action'}