Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίμφρων
παλιμφυής
παλίμψηκτρον
παλίμψηστος
πάλιν
παλινάγγελος
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδαής
παλινδικέω
παλινδικία
παλίνδικος
παλινδίνητος
παλινδινία
παλινδίωξις
παλινδορία
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
View word page
παλινδαής
learnt again

ShortDef

learnt again

Debugging

Headword:
παλινδαής
Headword (normalized):
παλινδαής
Headword (normalized/stripped):
παλινδαης
IDX:
64559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64560
Key:

Data

{'content': 'learnt again'}