Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναρρόφημα
ἀναρρόφησις
ἀναρροχθέω
ἀναρρυθμίζω
ἀνάρρυμα
ἀνάρρυσις
ἀναρρύω
ἀναρρώννυμι
ἀναρρώομαι
ἀνάρρωσις
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτησις
ἀνάρτιος
ἀνάρτυτος
ἀνάρυσις
ἀναρύτω
ἀναρύω
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
View word page
ἀνάρσιος
not fitting, incongruous

ShortDef

not fitting, incongruous

Debugging

Headword:
ἀνάρσιος
Headword (normalized):
ἀνάρσιος
Headword (normalized/stripped):
αναρσιος
IDX:
6455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6456
Key:

Data

{'content': 'not fitting, incongruous'}