Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίμφημος
παλίμφοιτος
παλίμφρων
παλιμφυής
παλίμψηκτρον
παλίμψηστος
πάλιν
παλινάγγελος
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδαής
παλινδικέω
παλινδικία
παλίνδικος
παλινδίνητος
παλινδινία
παλινδίωξις
παλινδορία
παλινδρομέω
View word page
παλιναυξής
growing again

ShortDef

growing again

Debugging

Headword:
παλιναυξής
Headword (normalized):
παλιναυξής
Headword (normalized/stripped):
παλιναυξης
IDX:
64557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64558
Key:

Data

{'content': 'growing again'}