Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλιμπυγηδόν
παλίμφημος
παλίμφοιτος
παλίμφρων
παλιμφυής
παλίμψηκτρον
παλίμψηστος
πάλιν
παλινάγγελος
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδαής
παλινδικέω
παλινδικία
παλίνδικος
παλινδίνητος
παλινδινία
παλινδίωξις
παλινδορία
View word page
παλιναίρετος
removed from office and re-elected
ShortDef
removed from office and re-elected
Debugging
Headword:
παλιναίρετος
Headword (normalized):
παλιναίρετος
Headword (normalized/stripped):
παλιναιρετος
IDX:
64556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64557
Key:
Data
{'content': 'removed from office and re-elected'}