Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίμπρυμνος
παλιμπυγηδόν
παλίμφημος
παλίμφοιτος
παλίμφρων
παλιμφυής
παλίμψηκτρον
παλίμψηστος
πάλιν
παλινάγγελος
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδαής
παλινδικέω
παλινδικία
παλίνδικος
παλινδίνητος
παλινδινία
παλινδίωξις
View word page
παλινάγρετος
to be taken back

ShortDef

to be taken back

Debugging

Headword:
παλινάγρετος
Headword (normalized):
παλινάγρετος
Headword (normalized/stripped):
παλιναγρετος
IDX:
64555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64556
Key:

Data

{'content': 'to be taken back'}