Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλιμπροδοσία
παλιμπροδότης
παλιμπρυμνηδόν
παλίμπρυμνος
παλιμπυγηδόν
παλίμφημος
παλίμφοιτος
παλίμφρων
παλιμφυής
παλίμψηκτρον
παλίμψηστος
πάλιν
παλινάγγελος
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδαής
παλινδικέω
παλινδικία
παλίνδικος
View word page
παλίμψηστος
scraped again
ShortDef
scraped again
Debugging
Headword:
παλίμψηστος
Headword (normalized):
παλίμψηστος
Headword (normalized/stripped):
παλιμψηστος
IDX:
64552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64553
Key:
Data
{'content': 'scraped again'}