Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλιμπρατέω
παλίμπρατος
παλιμπροδοσία
παλιμπροδότης
παλιμπρυμνηδόν
παλίμπρυμνος
παλιμπυγηδόν
παλίμφημος
παλίμφοιτος
παλίμφρων
παλιμφυής
παλίμψηκτρον
παλίμψηστος
πάλιν
παλινάγγελος
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδαής
παλινδικέω
View word page
παλιμφυής
growing again

ShortDef

growing again

Debugging

Headword:
παλιμφυής
Headword (normalized):
παλιμφυής
Headword (normalized/stripped):
παλιμφυης
IDX:
64550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64551
Key:

Data

{'content': 'growing again'}