Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναρροφέω
ἀναρρόφημα
ἀναρρόφησις
ἀναρροχθέω
ἀναρρυθμίζω
ἀνάρρυμα
ἀνάρρυσις
ἀναρρύω
ἀναρρώννυμι
ἀναρρώομαι
ἀνάρρωσις
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτησις
ἀνάρτιος
ἀνάρτυτος
ἀνάρυσις
ἀναρύτω
ἀναρύω
ἀναρχαΐζω
View word page
ἀνάρρωσις
recovery

ShortDef

recovery

Debugging

Headword:
ἀνάρρωσις
Headword (normalized):
ἀνάρρωσις
Headword (normalized/stripped):
αναρρωσις
IDX:
6454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6455
Key:

Data

{'content': 'recovery'}