Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίμπλους
παλίμπλυτος
παλιμπνόη
παλίμπνοος
παλίμποινος
παλίμπορος
παλίμποτον
παλίμπους
παλιμπρατέω
παλίμπρατος
παλιμπροδοσία
παλιμπροδότης
παλιμπρυμνηδόν
παλίμπρυμνος
παλιμπυγηδόν
παλίμφημος
παλίμφοιτος
παλίμφρων
παλιμφυής
παλίμψηκτρον
παλίμψηστος
View word page
παλιμπροδοσία
double treachery

ShortDef

double treachery

Debugging

Headword:
παλιμπροδοσία
Headword (normalized):
παλιμπροδοσία
Headword (normalized/stripped):
παλιμπροδοσια
IDX:
64542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64543
Key:

Data

{'content': 'double treachery'}