Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλιμπλεκής
παλίμπλους
παλίμπλυτος
παλιμπνόη
παλίμπνοος
παλίμποινος
παλίμπορος
παλίμποτον
παλίμπους
παλιμπρατέω
παλίμπρατος
παλιμπροδοσία
παλιμπροδότης
παλιμπρυμνηδόν
παλίμπρυμνος
παλιμπυγηδόν
παλίμφημος
παλίμφοιτος
παλίμφρων
παλιμφυής
παλίμψηκτρον
View word page
παλίμπρατος
sold again
ShortDef
sold again
Debugging
Headword:
παλίμπρατος
Headword (normalized):
παλίμπρατος
Headword (normalized/stripped):
παλιμπρατος
IDX:
64541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64542
Key:
Data
{'content': 'sold again'}