Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλίμπισσα
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλιμπλεκής
παλίμπλους
παλίμπλυτος
παλιμπνόη
παλίμπνοος
παλίμποινος
παλίμπορος
παλίμποτον
παλίμπους
παλιμπρατέω
παλίμπρατος
παλιμπροδοσία
παλιμπροδότης
παλιμπρυμνηδόν
παλίμπρυμνος
παλιμπυγηδόν
παλίμφημος
View word page
παλίμπορος
going back
ShortDef
going back
Debugging
Headword:
παλίμπορος
Headword (normalized):
παλίμπορος
Headword (normalized/stripped):
παλιμπορος
IDX:
64537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64538
Key:
Data
{'content': 'going back'}