Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίμπηγα
παλίμπηξις
παλίμπισσα
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλιμπλεκής
παλίμπλους
παλίμπλυτος
παλιμπνόη
παλίμπνοος
παλίμποινος
παλίμπορος
παλίμποτον
παλίμπους
παλιμπρατέω
παλίμπρατος
παλιμπροδοσία
παλιμπροδότης
παλιμπρυμνηδόν
παλίμπρυμνος
View word page
παλίμπνοος
breathing again

ShortDef

breathing again

Debugging

Headword:
παλίμπνοος
Headword (normalized):
παλίμπνοος
Headword (normalized/stripped):
παλιμπνοος
IDX:
64535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64536
Key:

Data

{'content': 'breathing again'}