Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλιμπέτεια
παλιμπετής
παλίμπηγα
παλίμπηξις
παλίμπισσα
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλιμπλεκής
παλίμπλους
παλίμπλυτος
παλιμπνόη
παλίμπνοος
παλίμποινος
παλίμπορος
παλίμποτον
παλίμπους
παλιμπρατέω
παλίμπρατος
παλιμπροδοσία
παλιμπροδότης
View word page
παλίμπλυτος
washed up again, vamped up

ShortDef

washed up again, vamped up

Debugging

Headword:
παλίμπλυτος
Headword (normalized):
παλίμπλυτος
Headword (normalized/stripped):
παλιμπλυτος
IDX:
64533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64534
Key:

Data

{'content': 'washed up again, vamped up'}