Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλιμμεταβολή
παλιμμήκης
παλίμπαις
παλιμπέτεια
παλιμπετής
παλίμπηγα
παλίμπηξις
παλίμπισσα
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλιμπλεκής
παλίμπλους
παλίμπλυτος
παλιμπνόη
παλίμπνοος
παλίμποινος
παλίμπορος
παλίμποτον
παλίμπους
παλιμπρατέω
View word page
παλιμπλανής
wandering to and fro

ShortDef

wandering to and fro

Debugging

Headword:
παλιμπλανής
Headword (normalized):
παλιμπλανής
Headword (normalized/stripped):
παλιμπλανης
IDX:
64530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64531
Key:

Data

{'content': 'wandering to and fro'}