Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλιμβολία
παλίμβολος
παλιμβορέας
παλιμμαχέω
παλιμμεταβολή
παλιμμήκης
παλίμπαις
παλιμπέτεια
παλιμπετής
παλίμπηγα
παλίμπηξις
παλίμπισσα
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλιμπλεκής
παλίμπλους
παλίμπλυτος
παλιμπνόη
παλίμπνοος
παλίμποινος
View word page
παλίμπηξις
a patching up

ShortDef

a patching up

Debugging

Headword:
παλίμπηξις
Headword (normalized):
παλίμπηξις
Headword (normalized/stripped):
παλιμπηξις
IDX:
64526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64527
Key:

Data

{'content': 'a patching up'}