Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλίμβιος
παλιμβλαστής
παλιμβληθείς
παλιμβολία
παλίμβολος
παλιμβορέας
παλιμμαχέω
παλιμμεταβολή
παλιμμήκης
παλίμπαις
παλιμπέτεια
παλιμπετής
παλίμπηγα
παλίμπηξις
παλίμπισσα
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλιμπλεκής
παλίμπλους
παλίμπλυτος
View word page
παλιμπέτεια
recurrence
ShortDef
recurrence
Debugging
Headword:
παλιμπέτεια
Headword (normalized):
παλιμπέτεια
Headword (normalized/stripped):
παλιμπετεια
IDX:
64523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64524
Key:
Data
{'content': 'recurrence'}