Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίμβαμος
παλίμβιος
παλιμβλαστής
παλιμβληθείς
παλιμβολία
παλίμβολος
παλιμβορέας
παλιμμαχέω
παλιμμεταβολή
παλιμμήκης
παλίμπαις
παλιμπέτεια
παλιμπετής
παλίμπηγα
παλίμπηξις
παλίμπισσα
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλιμπλεκής
παλίμπλους
View word page
παλίμπαις
again a child

ShortDef

again a child

Debugging

Headword:
παλίμπαις
Headword (normalized):
παλίμπαις
Headword (normalized/stripped):
παλιμπαις
IDX:
64522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64523
Key:

Data

{'content': 'again a child'}