Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλιμβάκχειος
παλίμβαμος
παλίμβιος
παλιμβλαστής
παλιμβληθείς
παλιμβολία
παλίμβολος
παλιμβορέας
παλιμμαχέω
παλιμμεταβολή
παλιμμήκης
παλίμπαις
παλιμπέτεια
παλιμπετής
παλίμπηγα
παλίμπηξις
παλίμπισσα
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλιμπλεκής
View word page
παλιμμήκης
doubly long
ShortDef
doubly long
Debugging
Headword:
παλιμμήκης
Headword (normalized):
παλιμμήκης
Headword (normalized/stripped):
παλιμμηκης
IDX:
64521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64522
Key:
Data
{'content': 'doubly long'}