Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίλλυτος
παλιμβάκχειος
παλίμβαμος
παλίμβιος
παλιμβλαστής
παλιμβληθείς
παλιμβολία
παλίμβολος
παλιμβορέας
παλιμμαχέω
παλιμμεταβολή
παλιμμήκης
παλίμπαις
παλιμπέτεια
παλιμπετής
παλίμπηγα
παλίμπηξις
παλίμπισσα
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
View word page
παλιμμεταβολή
repeated change

ShortDef

repeated change

Debugging

Headword:
παλιμμεταβολή
Headword (normalized):
παλιμμεταβολή
Headword (normalized/stripped):
παλιμμεταβολη
IDX:
64520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64521
Key:

Data

{'content': 'repeated change'}