Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίλλογος
παλίλλυτος
παλιμβάκχειος
παλίμβαμος
παλίμβιος
παλιμβλαστής
παλιμβληθείς
παλιμβολία
παλίμβολος
παλιμβορέας
παλιμμαχέω
παλιμμεταβολή
παλιμμήκης
παλίμπαις
παλιμπέτεια
παλιμπετής
παλίμπηγα
παλίμπηξις
παλίμπισσα
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
View word page
παλιμμαχέω
renew the fight

ShortDef

renew the fight

Debugging

Headword:
παλιμμαχέω
Headword (normalized):
παλιμμαχέω
Headword (normalized/stripped):
παλιμμαχεω
IDX:
64519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64520
Key:

Data

{'content': 'renew the fight'}