Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναρροπία
ἀνάρροπος
ἀνάρρους
ἀναρροφέω
ἀναρρόφημα
ἀναρρόφησις
ἀναρροχθέω
ἀναρρυθμίζω
ἀνάρρυμα
ἀνάρρυσις
ἀναρρύω
ἀναρρώννυμι
ἀναρρώομαι
ἀνάρρωσις
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτησις
ἀνάρτιος
ἀνάρτυτος
ἀνάρυσις
View word page
ἀναρρύω
sacrifice, (mid.) rescue

ShortDef

sacrifice, (mid.) rescue

Debugging

Headword:
ἀναρρύω
Headword (normalized):
ἀναρρύω
Headword (normalized/stripped):
αναρρυω
IDX:
6451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6452
Key:

Data

{'content': 'sacrifice, (mid.) rescue'}