Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίγκτιστος
παλίγκυρτος
παλίδορκος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίλλυτος
παλιμβάκχειος
παλίμβαμος
παλίμβιος
παλιμβλαστής
παλιμβληθείς
παλιμβολία
παλίμβολος
παλιμβορέας
παλιμμαχέω
παλιμμεταβολή
παλιμμήκης
παλίμπαις
παλιμπέτεια
παλιμπετής
View word page
παλιμβλαστής
growing again

ShortDef

growing again

Debugging

Headword:
παλιμβλαστής
Headword (normalized):
παλιμβλαστής
Headword (normalized/stripped):
παλιμβλαστης
IDX:
64514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64515
Key:

Data

{'content': 'growing again'}