Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλίγκτησις
παλίγκτιστος
παλίγκυρτος
παλίδορκος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίλλυτος
παλιμβάκχειος
παλίμβαμος
παλίμβιος
παλιμβλαστής
παλιμβληθείς
παλιμβολία
παλίμβολος
παλιμβορέας
παλιμμαχέω
παλιμμεταβολή
παλιμμήκης
παλίμπαις
παλιμπέτεια
View word page
παλίμβιος
living again

ShortDef

living again

Debugging

Headword:
παλίμβιος
Headword (normalized):
παλίμβιος
Headword (normalized/stripped):
παλιμβιος
IDX:
64513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64514
Key:

Data

{'content': 'living again'}