Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλιγκότησις
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιγκρισία
παλίγκτησις
παλίγκτιστος
παλίγκυρτος
παλίδορκος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίλλυτος
παλιμβάκχειος
παλίμβαμος
παλίμβιος
παλιμβλαστής
παλιμβληθείς
παλιμβολία
παλίμβολος
παλιμβορέας
παλιμμαχέω
View word page
παλίλλογος
to gather collected again
ShortDef
to gather collected again
Debugging
Headword:
παλίλλογος
Headword (normalized):
παλίλλογος
Headword (normalized/stripped):
παλιλλογος
IDX:
64509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64510
Key:
Data
{'content': 'to gather collected again'}