Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλιγκλινής
παλιγκοτέω
παλιγκότησις
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιγκρισία
παλίγκτησις
παλίγκτιστος
παλίγκυρτος
παλίδορκος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίλλυτος
παλιμβάκχειος
παλίμβαμος
παλίμβιος
παλιμβλαστής
παλιμβληθείς
παλιμβολία
παλίμβολος
View word page
παλιλλογέω
to say again, repeat, recapitulate
ShortDef
to say again, repeat, recapitulate
Debugging
Headword:
παλιλλογέω
Headword (normalized):
παλιλλογέω
Headword (normalized/stripped):
παλιλλογεω
IDX:
64507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64508
Key:
Data
{'content': 'to say again, repeat, recapitulate'}