Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλιγκλινής
παλιγκοτέω
παλιγκότησις
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιγκρισία
παλίγκτησις
παλίγκτιστος
παλίγκυρτος
παλίδορκος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίλλυτος
παλιμβάκχειος
παλίμβαμος
παλίμβιος
παλιμβλαστής
παλιμβληθείς
View word page
παλίγκυρτος
fishing-net
ShortDef
fishing-net
Debugging
Headword:
παλίγκυρτος
Headword (normalized):
παλίγκυρτος
Headword (normalized/stripped):
παλιγκυρτος
IDX:
64505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64506
Key:
Data
{'content': 'fishing-net'}