Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Παλῆς
παλιγγέλως
παλιγγενεσία
παλιγγενής
παλίγγλωσσος
παλίγγναμπτος
παλιγγραφία
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλιγκλινής
παλιγκοτέω
παλιγκότησις
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιγκρισία
παλίγκτησις
παλίγκτιστος
παλίγκυρτος
παλίδορκος
παλιλλογέω
παλιλλογία
View word page
παλιγκοτέω
grow malignant, fester

ShortDef

grow malignant, fester

Debugging

Headword:
παλιγκοτέω
Headword (normalized):
παλιγκοτέω
Headword (normalized/stripped):
παλιγκοτεω
IDX:
64498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64499
Key:

Data

{'content': 'grow malignant, fester'}