Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλή
πάλη
πάλη2
Παλῆς
παλιγγέλως
παλιγγενεσία
παλιγγενής
παλίγγλωσσος
παλίγγναμπτος
παλιγγραφία
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλιγκλινής
παλιγκοτέω
παλιγκότησις
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιγκρισία
παλίγκτησις
παλίγκτιστος
παλίγκυρτος
View word page
παλιγκαπηλεύω
to sell over again, sell wares by retail
ShortDef
to sell over again, sell wares by retail
Debugging
Headword:
παλιγκαπηλεύω
Headword (normalized):
παλιγκαπηλεύω
Headword (normalized/stripped):
παλιγκαπηλευω
IDX:
64495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64496
Key:
Data
{'content': 'to sell over again, sell wares by retail'}