Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλεύω
παλέω
παλή
πάλη
πάλη2
Παλῆς
παλιγγέλως
παλιγγενεσία
παλιγγενής
παλίγγλωσσος
παλίγγναμπτος
παλιγγραφία
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλιγκλινής
παλιγκοτέω
παλιγκότησις
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιγκρισία
παλίγκτησις
View word page
παλίγγναμπτος
bent

ShortDef

bent

Debugging

Headword:
παλίγγναμπτος
Headword (normalized):
παλίγγναμπτος
Headword (normalized/stripped):
παλιγγναμπτος
IDX:
64493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64494
Key:

Data

{'content': 'bent'}