Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλευτής
παλεύω
παλέω
παλή
πάλη
πάλη2
Παλῆς
παλιγγέλως
παλιγγενεσία
παλιγγενής
παλίγγλωσσος
παλίγγναμπτος
παλιγγραφία
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλιγκλινής
παλιγκοτέω
παλιγκότησις
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιγκρισία
View word page
παλίγγλωσσος
contradictory, false

ShortDef

contradictory, false

Debugging

Headword:
παλίγγλωσσος
Headword (normalized):
παλίγγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
παλιγγλωσσος
IDX:
64492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64493
Key:

Data

{'content': 'contradictory, false'}