Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλεονυμφάγονος
πάλευμα
παλευτής
παλεύω
παλέω
παλή
πάλη
πάλη2
Παλῆς
παλιγγέλως
παλιγγενεσία
παλιγγενής
παλίγγλωσσος
παλίγγναμπτος
παλιγγραφία
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλιγκλινής
παλιγκοτέω
παλιγκότησις
παλίγκοτος
View word page
παλιγγενεσία
a being born again, new birth

ShortDef

a being born again, new birth

Debugging

Headword:
παλιγγενεσία
Headword (normalized):
παλιγγενεσία
Headword (normalized/stripped):
παλιγγενεσια
IDX:
64490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64491
Key:

Data

{'content': 'a being born again, new birth'}