Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παλεομίσημα
παλεονυμφάγονος
πάλευμα
παλευτής
παλεύω
παλέω
παλή
πάλη
πάλη2
Παλῆς
παλιγγέλως
παλιγγενεσία
παλιγγενής
παλίγγλωσσος
παλίγγναμπτος
παλιγγραφία
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλιγκλινής
παλιγκοτέω
παλιγκότησις
View word page
παλιγγέλως
mutual mockery
ShortDef
mutual mockery
Debugging
Headword:
παλιγγέλως
Headword (normalized):
παλιγγέλως
Headword (normalized/stripped):
παλιγγελως
IDX:
64489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64490
Key:
Data
{'content': 'mutual mockery'}