Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναρροιβδέω
ἀναρροίβδησις
ἀναρροιζέω
ἀναρροπία
ἀνάρροπος
ἀνάρρους
ἀναρροφέω
ἀναρρόφημα
ἀναρρόφησις
ἀναρροχθέω
ἀναρρυθμίζω
ἀνάρρυμα
ἀνάρρυσις
ἀναρρύω
ἀναρρώννυμι
ἀναρρώομαι
ἀνάρρωσις
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτησις
View word page
ἀναρρυθμίζω
reduce to order
ShortDef
reduce to order
Debugging
Headword:
ἀναρρυθμίζω
Headword (normalized):
ἀναρρυθμίζω
Headword (normalized/stripped):
αναρρυθμιζω
IDX:
6448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6449
Key:
Data
{'content': 'reduce to order'}