Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παλαμναῖος
πάλαξις
παλάσιον
παλάσσω
παλαστή
παλαστιαῖος
Παλάτιον
παλαχή
παλεομίσημα
παλεονυμφάγονος
πάλευμα
παλευτής
παλεύω
παλέω
παλή
πάλη
πάλη2
Παλῆς
παλιγγέλως
παλιγγενεσία
παλιγγενής
View word page
πάλευμα
allurement

ShortDef

allurement

Debugging

Headword:
πάλευμα
Headword (normalized):
πάλευμα
Headword (normalized/stripped):
παλευμα
IDX:
64481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64482
Key:

Data

{'content': 'allurement'}