Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Παλαμήδης
παλάμημα
παλαμναῖος
πάλαξις
παλάσιον
παλάσσω
παλαστή
παλαστιαῖος
Παλάτιον
παλαχή
παλεομίσημα
παλεονυμφάγονος
πάλευμα
παλευτής
παλεύω
παλέω
παλή
πάλη
πάλη2
Παλῆς
παλιγγέλως
View word page
παλεομίσημα
ancient object of hate

ShortDef

ancient object of hate

Debugging

Headword:
παλεομίσημα
Headword (normalized):
παλεομίσημα
Headword (normalized/stripped):
παλεομισημα
IDX:
64479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64480
Key:

Data

{'content': 'ancient object of hate'}