Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναρροθιάζω
ἀνάρροια
ἀναρροιβδέω
ἀναρροίβδησις
ἀναρροιζέω
ἀναρροπία
ἀνάρροπος
ἀνάρρους
ἀναρροφέω
ἀναρρόφημα
ἀναρρόφησις
ἀναρροχθέω
ἀναρρυθμίζω
ἀνάρρυμα
ἀνάρρυσις
ἀναρρύω
ἀναρρώννυμι
ἀναρρώομαι
ἀνάρρωσις
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
View word page
ἀναρρόφησις
sucking up
ShortDef
sucking up
Debugging
Headword:
ἀναρρόφησις
Headword (normalized):
ἀναρρόφησις
Headword (normalized/stripped):
αναρροφησις
IDX:
6446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6447
Key:
Data
{'content': 'sucking up'}