Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναρρίχησις
ἀνάρριψις
ἀναρροθιάζω
ἀνάρροια
ἀναρροιβδέω
ἀναρροίβδησις
ἀναρροιζέω
ἀναρροπία
ἀνάρροπος
ἀνάρρους
ἀναρροφέω
ἀναρρόφημα
ἀναρρόφησις
ἀναρροχθέω
ἀναρρυθμίζω
ἀνάρρυμα
ἀνάρρυσις
ἀναρρύω
ἀναρρώννυμι
ἀναρρώομαι
ἀνάρρωσις
View word page
ἀναρροφέω
gulp down
ShortDef
gulp down
Debugging
Headword:
ἀναρροφέω
Headword (normalized):
ἀναρροφέω
Headword (normalized/stripped):
αναρροφεω
IDX:
6444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6445
Key:
Data
{'content': 'gulp down'}