Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναρρίπτω
ἀναρριχάομαι
ἀναρρίχησις
ἀνάρριψις
ἀναρροθιάζω
ἀνάρροια
ἀναρροιβδέω
ἀναρροίβδησις
ἀναρροιζέω
ἀναρροπία
ἀνάρροπος
ἀνάρρους
ἀναρροφέω
ἀναρρόφημα
ἀναρρόφησις
ἀναρροχθέω
ἀναρρυθμίζω
ἀνάρρυμα
ἀνάρρυσις
ἀναρρύω
ἀναρρώννυμι
View word page
ἀνάρροπος
tilted up
ShortDef
tilted up
Debugging
Headword:
ἀνάρροπος
Headword (normalized):
ἀνάρροπος
Headword (normalized/stripped):
αναρροπος
IDX:
6442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6443
Key:
Data
{'content': 'tilted up'}