Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάκτον
πακτόω
Πάκτυες
Πακτύη
Πακτύης
Πακτωλός
πάκτων
πακτωνίτης
πάκτωσις
πάλα
παλαγμός
παλάθη
παλαθώδης
πάλαι
παλαιγενής
παλαίγονος
παλαιένδοξος
παλαιετής
παλαίθετος
παλαιμονέω
Παλαίμων
View word page
παλαγμός
sprinkling
ShortDef
sprinkling
Debugging
Headword:
παλαγμός
Headword (normalized):
παλαγμός
Headword (normalized/stripped):
παλαγμος
IDX:
64414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64415
Key:
Data
{'content': 'sprinkling'}