Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιωνισμός
πακτεύω
πάκτον
πακτόω
Πάκτυες
Πακτύη
Πακτύης
Πακτωλός
πάκτων
πακτωνίτης
πάκτωσις
πάλα
παλαγμός
παλάθη
παλαθώδης
πάλαι
παλαιγενής
παλαίγονος
παλαιένδοξος
παλαιετής
παλαίθετος
View word page
πάκτωσις
fastening, putting together
ShortDef
fastening, putting together
Debugging
Headword:
πάκτωσις
Headword (normalized):
πάκτωσις
Headword (normalized/stripped):
πακτωσις
IDX:
64412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64413
Key:
Data
{'content': 'fastening, putting together'}