Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Παιώνιος2
παιωνισμός
πακτεύω
πάκτον
πακτόω
Πάκτυες
Πακτύη
Πακτύης
Πακτωλός
πάκτων
πακτωνίτης
πάκτωσις
πάλα
παλαγμός
παλάθη
παλαθώδης
πάλαι
παλαιγενής
παλαίγονος
παλαιένδοξος
παλαιετής
View word page
πακτωνίτης
shipwright

ShortDef

shipwright

Debugging

Headword:
πακτωνίτης
Headword (normalized):
πακτωνίτης
Headword (normalized/stripped):
πακτωνιτης
IDX:
64411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64412
Key:

Data

{'content': 'shipwright'}