Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδοφονία
παιδοφόνος
παιδοφορέω
παιδοφύλαξ
παίδωσις
παίζω
Παιηόνιος
Παιηοσύνη
παιητέον
παίκτης
παικτικός
πάϊλλος
Παίονες
Παιονία
Παιονίδης
Παιονίη
παιπαλάω
παιπάλη
παιπάλημα
παιπάλιμος
παιπαλόεις
View word page
παικτικός
playful, sportive

ShortDef

playful, sportive

Debugging

Headword:
παικτικός
Headword (normalized):
παικτικός
Headword (normalized/stripped):
παικτικος
IDX:
64373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64374
Key:

Data

{'content': 'playful, sportive'}